ἐμπνεύσεις

ἐμπνεύσεις
ἔμπνευσις
on-breathing
fem nom/voc pl (attic epic)
ἔμπνευσις
on-breathing
fem nom/acc pl (attic)
ἐμπνέω
blow
aor subj act 2nd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Neugriechische Sprache u. Literatur — Neugriechische Sprache u. Literatur. Die N. Sprache ist das Altgriechische, vermischt mit italienischen, slawischen u. türkischen Wörtern u. in den Formen ziemlich verderbt. Sie ist die Umgangssprache der jetzigen Griechen, während die… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • въдъшениѥ — ВЪДЪШЕНИ|Ѥ (8*), ˫А с. Дуновение: Си оубо рожень˫а всѩ оу себе почетъ мои х(с)ъ ˫авлѩѥтсѩ. ово водшенье(м) первы(м) животны(м). ово же воплощенье(м) и кр҃щнье(м). (τῷ ἐμφυσήματι) ГБ XIV, 24г; има(м) •г҃• камени. ими же поражю иноплеменьника.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek

  • ανθολογία — Συλλογή κειμένων που αποβλέπει να κάνει γνωστά ποιήματα ή αποσπάσματα πεζογραφημάτων, τα οποία επιλέγονται μέσα από το έργο συγγραφέων αναγνωρισμένης αξίας. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται συνήθως στη λογοτεχνία, μπορεί όμως να σημαίνει και μουσικές …   Dictionary of Greek

  • αυτοσχεδίασμα — το και αυτοσχεδιασμός, ο (Α αὐτοσχεδίασμα, το και αὐτοσχεδιασμός, ο) [αὐτοσχεδιάζω] λόγος ή πράξη που γίνεται πρόχειρα, χωρίς πρετοιμασία νεοελλ. ειδική ικανότητα των ηθοποιών να αυτοσχεδιάζουν, να δίνουν εντελώς προσωπική ερμηνεία, με εμπνεύσεις …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόπνευστος — η, ο 1. αυτός που έχει υψηλές εμπνεύσεις 2. (για έργο) αυτός που προέρχεται από μεγάλη έμπνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πνευστός (< πνέω), πρβλ. θεό πνευστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • προτομή — Γλυπτική αναπαράσταση του ανθρώπινου σώματος από το στήθος και πάνω, που είναι το αντίστοιχο της προσωπογραφίας στη ζωγραφική. Το είδος είναι τυπικά ρωμαϊκό, οι αρχές του όμως μπορεί να αναζητηθούν στα αρχαία αιγυπτιακά νεκρικά προσωπεία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”